ἀσχημάτιστοι

ἀσχημάτιστοι
ἀσχημάτιστος
without form
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαζουρίτες — Πυριτικά ορυκτά με πολυσύνθετη χημική σύνθεση (Na2,Ca)4·(SO4,S,Cl2)·(AlSiO4)6. Κρυσταλλώνονται στο κυβικό σύστημα, συνήθως όμως οι κρύσταλλοί τους είναι ασχημάτιστοι. Αποτελούν τυπικά ορυκτά επαφής ασβεστολιθικών πετρωμάτων. Λόγω του ωραίου τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”